σύν-εδρος

σύν-εδρος

σύν-εδρος, zusammen od. beisammen sitzend, versammelt, bes. zum Rathe, rathschlagend; ἐκ γὰρ συνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου Κάλχας μεταστάς, Soph. Ai. 736; O. C. 1384 heißt die Δίκη eine ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις, Beisitzerinn, Wächterinn; κατεῖδον δύ' Αἴαντε συνέδρω, Eur. I. A. 192; u. in Prosa, Beisitzer einer Rathsversammlung: Her. 3, 34; Thuc. 4, 23; Dem. 24, 127.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συγκάθεδρος — ό, ΜΑ αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατά + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ εδρος, σύν εδρος] …   Dictionary of Greek

  • κάθεδρος — κάθεδρος, ον (Μ) ιθαγενής, αυτόχθονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. έφ εδρος, σύν εδρος] …   Dictionary of Greek

  • σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”