- σύβαξ
σύβαξ, ᾱκος, ὁ, ἡ, säuisch, unflätig, bes. brünstig, läufisch, wollüstig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύβαξ, ᾱκος, ὁ, ἡ, säuisch, unflätig, bes. brünstig, läufisch, wollüstig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύβαξ — ακος, ό, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύβακα συώδη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σύβακα, όπως και οι τ. συβάλλας* και σύβας*, είναι τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που δεν συνδέονται με το λατ. subo «οχεύω, βινητιώ», όπως υποστήριξαν ορισμένοι, αλλά κατά την… … Dictionary of Greek
σύβακα — σύβαξ sow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύβας — και, πιθ., συβάς, άδος, ό, ἡ, Α σύβαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σύβας, όνομα Σατύρου). Για ετυμολ. βλ. λ. σύβαξ] … Dictionary of Greek
συμβριακός — ή, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «πολυτελής». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συ(μ)βριακός, όπως και οι τ. συ(μ)βριάζω και συ(μ)βριασμός, συνδέονται με τον τ. σύβαξ*, ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση τους με τη λ. Σύβαρις*] … Dictionary of Greek
συβάλλας — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων πιθ. < σῦς «χοίρος» + βάλλης (πιθ. < βαλλίον «φαλλός»), πρβλ. και τον παράλληλο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὑβάλλης καταφερής, λάγνος (βλ. και… … Dictionary of Greek