- σύρξ
σύρξ, ἡ, äol. statt σάρξ, Fleisch, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύρξ, ἡ, äol. statt σάρξ, Fleisch, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύρξ — σύρκος, ἡ, Α (αιολ. τ.) βλ. σάρκα … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek