σύρισμα

σύρισμα

σύρισμα, τό, = σύριγμα, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύρισμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρισμα — το, ΝΑ βλ. σύριγμα …   Dictionary of Greek

  • συρισμάτων — σύρισμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρίσμασι — σύρισμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρίσματα — σύρισμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρίσματι — σύρισμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρίσματος — σύρισμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύριγμα — και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν [συρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρίζω, ο ήχος τής σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ ἔχει συρίγματα», Ευρ.) 2. συριστικός ήχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”