- σύρφος [2]
σύρφος, τό, = συρφετός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύρφος, τό, = συρφετός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύρφος — ὁ, Α βλ. σέρφος … Dictionary of Greek
σέρφος — και, κατά τον Ησύχ., σύρφος, ὁ, Α 1. μικρό πτερωτό έντομο, πιθανώς είδος πτερωτού μυρμηγκιού 2. παροιμ. φρ. «ἔνεστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ χολή» ακόμη και ο μικρός και ασήμαντος άνθρωπος μπορεί να βλάψει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης… … Dictionary of Greek
ţâr — ŢÂR1 interj. Cuvânt care imită zgomotul intermitent produs de greier şi de alte insecte sau de un lichid care se scurge picurând de undeva. [var.: ţârc interj.] – Onomatopee. Trimis de cata, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 ŢÂR2, ţâri, s.m. 1.… … Dicționar Român
su̯erbh- (also su̯er-?) — su̯erbh (also su̯er ?) English meaning: to turn; to sweep Deutsche Übersetzung: “drehen, drehend wischen, fegen” Material: Welsh chwerfu “das Wirbeln, Umdrehen”, chwerfan “whirl for a spindle”; chwyrn “quick, fast (drehend)” from… … Proto-Indo-European etymological dictionary