- σωρείτης
σωρείτης, ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς σωρείτης, der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωρείτης, ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς σωρείτης, der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωρείτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρείτης — ο, ΝΑ, και σωρίτης Α (λογ.) 1. είδος σύνθετου συλλογισμού ο οποίος μπορεί να αναλυθεί σε τόσους απλούς συλλογισμούς όσες είναι και οι προτάσεις, εκτός από την πρώτη και την τελευταία 2. το επιχείρημα τού σωρού, κατά το οποίο εξακολουθούμε να… … Dictionary of Greek
σωρείτης — ο είδος σύνθετου διαλογισμού που αποτελείται από πολλούς αλληλένδετους απλούς διαλογισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωρειτῶν — σωρείτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεῖται — σωρείτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρείτην — σωρείτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρείτου — σωρείτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρείτας — σωρείτᾱς , σωρείτης masc acc pl σωρείτᾱς , σωρείτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανοσωρείτες — οι (μετεωρ.) κύρια κατηγορία νεφών τα οποία έχουν τη μορφή λεπτών λευκών σφαιρών, φύλλων ή στρωμάτων, διατεταγμένων με τη μορφή πολύ λεπτών πτυχώσεων ή κυματισμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + σωρείτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cirro… … Dictionary of Greek
σωρίτης — ὁ, Α βλ. σωρείτης … Dictionary of Greek
σωρειτικός — και σωριτικός, ή, όν, Α [σωρείτης / σωρίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωρείτη … Dictionary of Greek