- σωρεία
σωρεία, ἡ, das Häufen, Anhäufen; Plut. Otho 14; – auch = σωρός, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωρεία, ἡ, das Häufen, Anhäufen; Plut. Otho 14; – auch = σωρός, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωρεία — σωρείᾱ , σωρεία heaping up fem nom/voc/acc dual σωρείᾱ , σωρεία heaping up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρείᾳ — σωρείᾱͅ , σωρεία heaping up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεία — Πόλη της αρχαίας Ηπείρου, στη Χαονία, στα βόρεια της λίμνης του Βοθρωτού. Κοντά στη λίμνη σώζονται λείψανα αρχαίων κτισμάτων. * * * η, ΝΜΑ [σωρεύω] συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ… … Dictionary of Greek
σωρεία — η μεγάλο πλήθος: Διέπραξε σωρεία σφαλμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωρείας — σωρείᾱς , σωρεία heaping up fem acc pl σωρείᾱς , σωρεία heaping up fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρείαν — σωρείᾱν , σωρεία heaping up fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρείαις — σωρεία heaping up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ασκελής — (I) ἀσκελής, ές (Α) 1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος 2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως επίμονα, τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα… … Dictionary of Greek
εύροια — Αρχαία πόλη της Ηπείρου. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Μεγάλου Θεοδοσίου. Η ονομασία της οφείλεται στα άφθονα νερά της. Στην περιφέρειά της βρισκόταν το χωριό Σωρεία (σημερινό Σούλι), όπου, κατά την παράδοση, ο άγιος … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek