- σωρικός
σωρικός, vom Hansen, zum Haufen gehörig; σωρικὴ ἀπορία, = σωρείτης, συλλογισμός, S. Emp. adv. gramm. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωρικός, vom Hansen, zum Haufen gehörig; σωρικὴ ἀπορία, = σωρείτης, συλλογισμός, S. Emp. adv. gramm. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωρικός — ή, όν, Α σωριτικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. ανάγνωση αντί σωριτικός] … Dictionary of Greek