- σχοινό-τονος
σχοινό-τονος, mit Binsen, Stricken bespannt, δίφρος, mit Binsen überflochtener Stuhl, κλίνη, ein Gurtenbett, dessen Boden mit Stricken bespannt ist, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινό-τονος, mit Binsen, Stricken bespannt, δίφρος, mit Binsen überflochtener Stuhl, κλίνη, ein Gurtenbett, dessen Boden mit Stricken bespannt ist, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριχότονος — ον, Α αυτός που τεντώνεται με τρίχινα σχοινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. σχοινό τονος] … Dictionary of Greek
χορδότονος — ον, Α (για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη χορδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + τονος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. σχοινό τονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek