- σχοινό-πλεκτος
σχοινό-πλεκτος, von Binsen geflochten; ἄγγος, Araros Ath. III, 105 e; Phryn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινό-πλεκτος, von Binsen geflochten; ἄγγος, Araros Ath. III, 105 e; Phryn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσόπλεκτος — κισσόπλεκτος, ον (Α) φρ. «μέλεα κισσόπλεκτα» μέλη στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο κισσός (Αντιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. λινό πλεκτος, σχοινό πλεκτος] … Dictionary of Greek