- σχοινωτός
σχοινωτός, wie ein Seil gedreht, gewunden, κίων, Cosmas Indopl. p. 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινωτός, wie ein Seil gedreht, gewunden, κίων, Cosmas Indopl. p. 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινωτός — ή, όν, Μ [σχοῑνος] συνεστραμμένος σαν σχοινί, σχοινώδης* … Dictionary of Greek