- σχοινόεις
σχοινόεις, εσσα, εν, voll von Binsen, s. σχοινοῦς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινόεις, εσσα, εν, voll von Binsen, s. σχοινοῦς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινούς — Όνομα αρχαίων ελληνικών γεωγραφικών τοποθεσιών. 1. Λιμάνι της Κορίνθου, στο πιο στενό σημείο του Ισθμού. Κοντά στο λιμάνι αυτό βρισκόταν το περίφημο έργο του Περίανδρου, ο δίολκος, με τον οποίο τραβούσαν τα πλοία από τον Κορινθιακό στο Σαρωνικό… … Dictionary of Greek