- σχεῖν
σχεῖν, inf. aor. zu ἔχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχεῖν, inf. aor. zu ἔχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχεῖν — ἔχω check aor inf act (attic epic doric) σχάω slit open so as to let something escape pres inf act (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
школа — (иноск.) все то, что человека чему нибудь учит, к чему нибудь приготовляет (как школа самое место учения вообще) Ср. Он прошел тяжелую школу . Ср. Школить учить, держать в порядке. Ср. Крепостные отношения, во всяком случае по существу своему, не … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Школа — (иноск.) все то, что человѣка чему нибудь учитъ, къ чему нибудь приготовляетъ (какъ школа самое мѣсто ученія вообще). Ср. «Онъ прошелъ тяжелую школу». Ср. Школить учить, держать въ порядкѣ. Ср. Крѣпостныя отношенія, во всякомъ случаѣ, по существу … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
έστωρ — (I) (Α ἕστωρ, ὁ) νεοελλ. μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή τού κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων αρχ. πάσσαλος στο άκρο τού ρυμού τού ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ όπου διέρχονται τα… … Dictionary of Greek
λάτρευμα — λάτρευμα, τὸ (Α) [λατρεύω] 1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.) β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.) 2. θεράπων, υπηρέτης,… … Dictionary of Greek
νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… … Dictionary of Greek
οστέωση — η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις) ο σχηματισμός τών οστών νεοελλ. 1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών … Dictionary of Greek
χηλοδευσείν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀδολε σχεῑν, οἱ δὲ τρίβειν» … Dictionary of Greek
Ischämie — Isch|ämi̲e̲ [iß ch...; zu gr. ἰσχειν = zurückhalten; hemmen u. ↑...ämie] w; , ...i̱en: örtliche Blutleere, mangelnde Versorgung einzelner Organe mit Blut infolge Verlegung der arteriellen Zufuhrwege (z. B. bei ↑Thrombose, arteriosklerotischen… … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
Ischochymie — Is|cho|chymi̲e̲ [iß cho...; zu gr. ἰσχειν = zurückhalten, hemmen u. ↑Chymus] w; , ...i̱en: verzögerte Weiterleitung des Speisebreis vom Magen in den unteren Verdauungstrakt … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
Ischurie — Isch|uri̲e̲ [iß ch...; zu gr. ἰσχειν = zurückhalten, hemmen u. ↑...urie] w; , ...i̱en, in fachspr. Fügungen: Isch|u̱ria*, Mehrz.: ...iae: Harnverhaltung, Unmöglichkeit, die Harnblase zu entleeren. Isch|u̱ria para̱|doxa: Harnverhaltung, bei der… … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke