σχαδών

σχαδών

σχαδών, όνος, ἡ, die Larve der Bienen, Arist. H. A. 5, 22. 23; die Brutzelle der Bienen, Zelle der Drohnen, und die mit Honig gefüllte Wachsscheibe, Wachstafel, Wabe, auch Honigraß, Honigroß genannt, αἱ τοῦ μέλιτος καὶ τῶν σχαδόνων ϑυρίδες ἀμφίστομοι Arist. H. A. 9, 40; Theocr. 1, 147.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχαδών — larva of the bee fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαδών — όνος, η, ΝΑ, σχάδων, ονος, Α (λόγιος τ.) η προνύμφη τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα κατά την αρχαιότητα, η κάμπια τής μέλισσας ή τής σφήκας αρχ. 1. μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η προνύμφη τής μέλισσας 2. μικρή… …   Dictionary of Greek

  • σχαδόνα — σχαδών larva of the bee fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαδόνας — σχαδών larva of the bee fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαδόνες — σχαδών larva of the bee fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαδόνων — σχαδών larva of the bee fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”