σχελίς

σχελίς

σχελίς, ίδος, ἡ, att. statt σκελίς; Aesch. frg. 342; σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα, Ar. Equ. 362, Schol. βοὸς πλευρὰ ἢ ἁπλῶς τὰ πλευρικά; vgl. Luc. Lexiph. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχελίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σκελίδα …   Dictionary of Greek

  • σχελίδας — σχελίς ribs of beef fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχελίδες — σχελίς ribs of beef fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχελίδος — σχελίς ribs of beef fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχελίσιν — σχελίς ribs of beef fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελίδα — η / σκελίς, ίδος, ΝΜΑ, και σκέλιδα Ν, και σχελίς ΜΑ, και σκελλίς Α νεοελλ. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ενδοκάρπιο τού καρπού τών εσπεριδοειδών, αλλ. φέτα ή φελί νεοελλ. μσν. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται η κεφαλή… …   Dictionary of Greek

  • (s)kel-4 (extended klā-, klō-) —     (s)kel 4 (extended klā , klō )     English meaning: to bend; crooked     Deutsche Übersetzung: “biegen; anlehnen; krumm (also sittlich: “verkehrt, unrecht”), verkrũmmt”; especially in Körperteilbezeichnungen; “biegsames Gelenk, Ferse, Knie,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • scelides — ‖ scelides, n. pl. (ˈsɛlɪdiːz) [mod.L., pl. of *scelid , scelis, f. Gr. σκέλος leg. The formation was perh. suggested by Gr. περισκελίς leg band. The Gr. σκελίς rib of beef is a later form for σχελίς.] The posterior or pelvic extremities of… …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”