- σχελυνάζω
σχελυνάζω, s. χελυνάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχελυνάζω, s. χελυνάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχελυνάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. χελυνάζω … Dictionary of Greek
χελυνάζω — και σχελυνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χελυνάζειν χλευάζειν και σχελυνάζει φλυαρεῖ και ἐσχελύνασεν ἐφλυάρησεν πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως μετονοματικά παράγωγα τού χελύνη (Ι) «χείλος», παρά να συνδεθούν… … Dictionary of Greek