σχεδία — σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδίᾳ — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδίαι , σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδία — Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας,… … Dictionary of Greek
σχεδία — η πλεούμενο πρόχειρα κατασκευασμένο από ξύλα δεμένα μεταξύ τους: Πέρασαν το ποτάμι με σχεδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχέδια — σχέδιος near neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
σχεδίας — σχεδίᾱς , σχέδιος near fem acc pl σχεδίᾱς , σχέδιος near fem gen sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱς , σχεδία raft fem acc pl σχεδίᾱς , σχεδία raft fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδίαι — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδίαν — σχεδίᾱν , σχέδιος near fem acc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱν , σχεδία raft fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιάσας — σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem acc pl (doric) σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem gen sg (doric) σχεδιάσᾱς , σχεδιάζω do aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιᾶς — σχεδιᾶ̱ς , σχεδιάζω do fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)