- σχεδάριον
σχεδάριον, τό, dim. von σχέδη, Täfelchen, kleines Blatt, Buch, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχεδάριον, τό, dim. von σχέδη, Täfelchen, kleines Blatt, Buch, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχεδάριον — sketch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδάριον — τὸ, ΜΑ μικρό σχέδιο μσν. πρόχειρο σχέδιο αρχ. συνεκδ. κάθε είδος σύντομου συγγράμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον + υποκορ. κατάλ. άριον (βλ. λ. σχέδιο)] … Dictionary of Greek
σχεδαρίοις — σχεδάριον sketch neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδαρίου — σχεδάριον sketch neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδαρίων — σχεδάριον sketch neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδαρίῳ — σχεδάριον sketch neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδάρια — σχεδάριον sketch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιδάριον — τὸ, Α σχεδάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σχεδάριον* κατ επίδραση τού σχίζω] … Dictionary of Greek
χιδάριον — τὸ, ΜΑ (πιθ. εσφ. γρφ.) σχεδάριον* … Dictionary of Greek
σχεδαρίωι — σχεδαρίῳ , σχεδάριον sketch neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)