- σχεδίασμα
σχεδίασμα, τό, das aus dem Stegreif, hurtig, nachlässig Gesagte, Gethane, Geschriebene, Cic. Att. 15, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχεδίασμα, τό, das aus dem Stegreif, hurtig, nachlässig Gesagte, Gethane, Geschriebene, Cic. Att. 15, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχεδίασμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα και η ενέργεια του σχεδιάζω: Έκανεένα πρόχειρο σχεδίασμα. 2. πλάνο, σχέδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχεδίασμα — το, ΝΑ [σχεδιάζω] νεοελλ. σχεδιογράφημα, σχέδιο αρχ. 1. καθετί που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει χωρίς προηγούμενη προετοιμασία, στα πρόχειρα 2. (κυρίως) αλλόκοτη επιθυμία, παραξενιά, καπρίτσιο … Dictionary of Greek
σχεδιάσμασι — σχεδίασμα freak neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιάσματα — σχεδίασμα freak neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης … Википедия
βινιέτα — Τυπογραφικό ή χαρακτικό κόσμημα στην αρχή ή στο τέλος κεφαλαίου. Βλ. λ. εικονογράφηση. * * * η διακοσμητικό σχεδίασμα στην αρχή ή στο τέλος των κεφαλαίων ενός βιβλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. vignette (< vigne «κλήμα») «διακοσμητικό σχεδίασμα που… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
Φλομπέρ, Γκιστάβ — (Flaubert, Ρουάν 1821 – Κρουασέ, Ρουάν 1880). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε νεότατος να γράφει, επειδή τον ωθούσε μια πρόωρη αγάπη για το θέατρο, για το οποίο άφησε μερικά ημιτελή ή μέτριας αξίας έργα, αν εξαιρέσουμε τον Υποψήφιο (που ανεβάστηκε το… … Dictionary of Greek
Новогреческая литература — Под этим названием разумеется литература греческого народа за время от взятия Константинополя турками в 1453 г. до наших дней. История ее распадается на три периода, из которых первый обнимает два с половиной века до начала XVIII стол. (период… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона