- προς αν-ερωτάω
προς αν-ερωτάω, noch dazu befragen; Plat. Men. 74 c; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς αν-ερωτάω, noch dazu befragen; Plat. Men. 74 c; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερωτώ — και ρωτώ και αρωτώ (AM ἐρωτῶ, άω Α και επικ. και ιων. τ. εἰρωτάω) ζητώ από κάποιον πληροφορία ή γνώμη και περιμένω απάντηση, υποβάλλω ερώτηση νεοελλ. φρ. 1. «μην τά ρωτάς» λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για κωμικά και περίπλοκα επεισόδια 2.… … Dictionary of Greek