- προς-ανα-κρούω
προς-ανα-κρούω (s. κρούω), anfangen zu sprechen, v. l. für προανακρούομαι bei Plut. de esu carn. I g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ανα-κρούω (s. κρούω), anfangen zu sprechen, v. l. für προανακρούομαι bei Plut. de esu carn. I g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek