- συν-άεθλος
συν-άεθλος, = σύναϑλος, Opp. C. 1, 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-άεθλος, = σύναϑλος, Opp. C. 1, 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνάεθλος — ον, Α συναγωνιστής, συναθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄεθλος, επικός τ. αντί ἆθλος] … Dictionary of Greek