- συν-άκοος
συν-άκοος, = συνήκοος, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-άκοος, = συνήκοος, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομάκοοι — ὁμάκοοι, οἱ (Α) (στους Πυθαγορείους) συνήκοοι, συνακροατές, συμμαθητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + άκοος (< ἀκούω), πρβλ. συν άκοος)] … Dictionary of Greek