- συν-άν-αρχος
συν-άν-αρχος, mit, auch ohne Anfang, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-άν-αρχος, mit, auch ohne Anfang, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύναρχος — ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. σύναρχος ον, Α αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αρχος*] … Dictionary of Greek
όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… … Dictionary of Greek