- συν-θραύω
συν-θραύω (s. ϑραύω), mit od. zusammenbrechen, zerschlagen; κρᾶτα ϑριγκῷ, Eur. Or. 1569; Pol. 8, 7, 11; Plut. Aristid. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-θραύω (s. ϑραύω), mit od. zusammenbrechen, zerschlagen; κρᾶτα ϑριγκῷ, Eur. Or. 1569; Pol. 8, 7, 11; Plut. Aristid. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνθραύω — ΜΑ, και συνθλαύω Α σπάζω, συντρίβω εντελώς μσν. (σχετικά με άρτο) τρίβω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θραύω «σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek
τιτρώσκω — ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α νεοελλ. (μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις) 1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της») 2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του») αρχ. 1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον … Dictionary of Greek
συγκλώ — άω, Α 1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.) 2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω 3. παθ. συγκλῶμαι, άομαι α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις)… … Dictionary of Greek
συνθλώ — συνθλῶ, άω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθλῶ και συμφλῶ, άω, Α 1. θραύω κάτι συμπιέζοντάς το, συντρίβω 2. (κατ επέκτ.) καταστρέφω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλῶ «σπάζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek