- συν-θρύπτω
συν-θρύπτω (s. ϑρύπτω), zerbrechen, zerreiben, erweichen, τὴν καρδίαν N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-θρύπτω (s. ϑρύπτω), zerbrechen, zerreiben, erweichen, τὴν καρδίαν N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνθρύπτω — ΜΑ 1. συντρίβω, θρυμματίζω 2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρύπτω «θρυμματίζω»] … Dictionary of Greek