συμ-μάχομαι

συμ-μάχομαι

συμ-μάχομαι, ion. συμμαχέομαι (Her.), dep. med. (s. μάχομαι), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; ξίφος συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεατρομαχώ — θεατρομαχῶ, έω (Μ) μάχομαι μέσα σε θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ, συμ μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • πρόμαχος — Oνομασία μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Παρθενοπαίου και της νύμφης Κλυμένης, που σκοτώθηκε πολεμώντας στη Θήβα. 2. Γιος του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού, που τον σκότωσε ο Πελίας, μετά την αναχώρηση του Ιάσονα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου… …   Dictionary of Greek

  • συνεκμαχώ — έω, Α εξορμώ προς την μάχη μαζί με άλλους («πολλοὺς ἄνδρας Θετταλῶν ἀπώλεσαν... ξυνεκμαχοῡντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκ + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. συμ μαχῶ] …   Dictionary of Greek

  • υπέρμαχος — η, ο / ὑπέρμαχος, ον, ΝΜΑ πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.) νεοελλ. συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών») μσν. φίλερις*, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”