θεατρομαχώ — θεατρομαχῶ, έω (Μ) μάχομαι μέσα σε θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ, συμ μαχώ] … Dictionary of Greek
πρόμαχος — Oνομασία μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Παρθενοπαίου και της νύμφης Κλυμένης, που σκοτώθηκε πολεμώντας στη Θήβα. 2. Γιος του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού, που τον σκότωσε ο Πελίας, μετά την αναχώρηση του Ιάσονα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου… … Dictionary of Greek
συνεκμαχώ — έω, Α εξορμώ προς την μάχη μαζί με άλλους («πολλοὺς ἄνδρας Θετταλῶν ἀπώλεσαν... ξυνεκμαχοῡντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκ + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. συμ μαχῶ] … Dictionary of Greek
υπέρμαχος — η, ο / ὑπέρμαχος, ον, ΝΜΑ πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.) νεοελλ. συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών») μσν. φίλερις*, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek