- συν-νάσσω
συν-νάσσω (s. νάσσω), dicht zusammendrücken, -stopfen, συναγαγόντες μυριάδα ἀνϑρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην, Her. 7, 60, nach Schweigh. Conj. für συνάξαντες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-νάσσω (s. νάσσω), dicht zusammendrücken, -stopfen, συναγαγόντες μυριάδα ἀνϑρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην, Her. 7, 60, nach Schweigh. Conj. für συνάξαντες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συννάσσω — Α συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «συναγαγόντες εἰς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην περιέγραψαν ἔξωθεν κύκλον», Ηρόδ. β. «πηγαῑς... συνεναγμένον ὕδωρ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νάσσω «πιέζω, συνθλίβω»] … Dictionary of Greek