- συν-αν-έλκω
συν-αν-έλκω, mit oder zugleich hinauf oder in die Höhe ziehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αν-έλκω, mit oder zugleich hinauf oder in die Höhe ziehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμμεθέλκω — Μ 1. έλκω μαζί 2. (κυρίως το παθ.) συμμεθέλκομαι έλκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο 3. (το μέσ.) έλκω κάτι μαζί μου, τό παίρνω μαζί μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεθέλκω «έλκω, σύρω, τραβώ»] … Dictionary of Greek
συνεπισπώ — άω, ΜΑ έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.) μσν. μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί αρχ. μέσ. συνεπισπῶμαι, άομαι α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους… … Dictionary of Greek
συνανέλκω — και συνανελκύω Α έλκω προς τα πάνω, ανασύρω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνέλκω «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»] … Dictionary of Greek
συγκατασπώ — άω, Α 1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.) 2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.) 3. παθ. συγκατασπῶμαι, άομαι πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
συνανασπώ — άω, ΜΑ τραβώ προς τα επάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνασπῶ «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»] … Dictionary of Greek
συνερύω — και ιων. τ. συνειρύω Α συνέλκω, συσπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρύω «έλκω, σύρω»] … Dictionary of Greek
συναμπρεύω — Α έλκω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμπρεύω «σύρω, έλκω»] … Dictionary of Greek
Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… … Dictionary of Greek
κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… … Dictionary of Greek
νεόρρυτος — (I) νεόρρυτος, ον (Α) αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμό ρρυτος, μελί ρρυτος]. (II) νεόρρυτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που… … Dictionary of Greek
συνεισποιώ — έω, Α 1. έλκω συγχρόνως προς το μέρος μου 2. δέχομαι να μετάσχει κάποιος σε κάτι («ταῑς ὑπουργίαις καὶ χάρισι συνεισποιεῑν... τὸν ἀδελφόν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσποιῶ «εισάγω, παρασύρω»] … Dictionary of Greek