συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
ευσύνδετος — εὐσύνδετος, ον (Α) αυτός που συνδέεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν δέω] … Dictionary of Greek
θεοσύνδετος — θεοσύνδετος, ον (Α) αυτός που συνδέθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + συν δέω] … Dictionary of Greek
συνεισδέοντα — σύν , εἰσ δέω 1 bind pres part act neut nom/voc/acc pl σύν , εἰσ δέω 1 bind pres part act masc acc sg σύν , εἰσ δέω 1 bind pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) σύν , εἰσ δέω 1 bind pres part act masc acc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισδέοντες — σύν , εἰσ δέω 1 bind pres part act masc nom/voc pl σύν , εἰσ δέω 1 bind pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) σύν , εἰσ δέω 2 lack pres part act masc nom/voc pl σύν , εἰσ δέω 2 lack pres part act masc nom/voc pl (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισδέοντος — σύν , εἰσ δέω 1 bind pres part act masc/neut gen sg σύν , εἰσ δέω 1 bind pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric ionic aeolic) σύν , εἰσ δέω 2 lack pres part act masc/neut gen sg σύν , εἰσ δέω 2 lack pres part act masc/neut gen sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναδούμενοι — σύν , ἀνά δέομαι lack pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) σύν , ἀνά δέω 2 lack pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) σύν , ἀνά δέω 2 lack pres part mid masc nom/voc pl (attic epic doric ionic) σύν ἀναδέω bind pres part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισδουμένης — σύν , εἰσ δέομαι lack pres part mp fem gen sg (attic epic) σύν , εἰσ δέω 2 lack pres part mp fem gen sg (attic epic) σύν , εἰσ δέω 2 lack pres part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισδήσας — συνεισδήσᾱς , σύν , εἰσ δέω 1 bind aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) συνεισδήσᾱς , σύν , εἰσ δέω 2 lack aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek
προσδέω — (I) ΜΑ δένω κοντά ή δένω σε κάτι («κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δέω «δένω»]. (II) Α 1. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη κάποιου ακόμη (α. «λύπης τι προσδεῑς ἢ φιλεῑς οὕτω φάος;», Ευρ. β. «εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν… … Dictionary of Greek