- προς-αγοράζω
προς-αγοράζω, noch dazu kaufen, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αγοράζω, noch dazu kaufen, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αναρπάζω — (AM ἀναρπάζω) 1. σκύβω και αρπάζω κάτι από το έδαφος, αρπάζω προς τα επάνω 2. παίρνω κάτι με τη βία, το αρπάζω και το παίρνω μαζί μου 3. κυριεύω με έφοδο, λαφυραγωγώ αρχ. 1. σέρνω, τραβώ με τη βία 2. αρπάζω κάτι από τη μέση, κάνω απαγωγή, απάγω 3 … Dictionary of Greek
κτηματωνώ — κτηματωνῶ, έω (Α) [κτηματώνης] αγοράζω κτήματα ως εντολοδόχος και για λογαριασμό τού ναού και τά εκμισθώνω προς όφελός του … Dictionary of Greek
τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… … Dictionary of Greek
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής