προς-αγορεύω

προς-αγορεύω

προς-αγορεύω, 1) anreden, anrufen, u. nach den VLL. wie B. A. 14 bes. = ἀσπάζεσϑαι, begrüßen; Δίκην δέ νιν προςαγορεύομεν, Aesch. Ch. 938; ὑφ' ὧν προςηγορεύϑης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ μέλλουσ' ἔσεσϑαι, Prom. 834, du wurdest als die künftige Gemahlinn begrüßt; Ar. Plut. 323; Her. 1, 134; ὥςπερ δυςτυχοῠντες οὐ προςαγορευόμεϑα, Thuc. 6, 16; Plat. Charmid. 164 e u. A. – 2) benennen, nennen; οὐκοῠν καὶ τἄλλα πάντα καλὰ προςαγορεύεις, Plat. Gorg. 474 e; τοὺς φιλοσόφους τοιούτους, so nenne ich die Philosophen, Soph. 216 c; πολλοῖς ὀνόμασι ταὐτὸν τοῦτο ἑκάστοτε προςαγορεύομεν, 251 a, u. öfter; auch pass., sowohl ἑνὶ προςαγορεύεσϑαι ὀνόματι, 219 b, als οὐκ ἀναγκαῖον αὐτῷ προςαγορεύεσϑαι τοὔνομα, Polit. 259 a (vgl. noch πάσας ἡδονὰς ἀγαϑὸν εἶναι προςαγορεύεις, Phil. 13 c, u. Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 141); τοῠτό σε πρ., so nenne ich dich, Xen. Cyr. 7, 2, 9; Folgde; auch τινί τι, Einem Etwas zusprechen, beilegen, Plat. Theaet. 147 d u. Folgde; τοῠτο τοὔνομα προςηγόρευσαν σφᾶς αὐτούς, Pol. 1, 8, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • καταγορεύω — καταγορεύω, αόρ. β κατεῑπον (Α) 1. ανακοινώνω, αναγγέλλω 2. παίρνω καταδικαστική απόφαση για κάποιον («κατηγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν», Ξεν.) 3. κατηγορώ, καταγγέλλω («μὴ καταγορεύειν μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων», Αριστοτ.) 4. μιλώ με …   Dictionary of Greek

  • κατερώ — (I) κατερῶ, άω (Α) 1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ. β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.) 2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρῶ «χύνω έξω»]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Категория (философия) — У этого термина существуют и другие значения, см. Категория (значения). Категория  специальное понятие, используемое при построении теорий. Содержание 1 Этимология 2 История развития …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”