- προς-αγορευτικός
προς-αγορευτικός, ή, όν, anredend, benennend; bei den Gramm. τὸ προςαγορευτικόν, sc. πτῶμα, der Vocativ, Diog. L. 6, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αγορευτικός, ή, όν, anredend, benennend; bei den Gramm. τὸ προςαγορευτικόν, sc. πτῶμα, der Vocativ, Diog. L. 6, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.