- συν-αγάλλομαι
συν-αγάλλομαι, mit od. zugleich frohlocken, sich freuen u. froh sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αγάλλομαι, mit od. zugleich frohlocken, sich freuen u. froh sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναγάλλομαι — ΝΜΑ χαίρομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγάλλομαι «χαίρομαι»] … Dictionary of Greek
συναγαλλιώμαι — άομαι, Μ χαίρομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγαλλιῶμαι «χαίρομαι, αγάλλομαι»] … Dictionary of Greek