συν-νεάζω

συν-νεάζω

συν-νεάζω, zugleich jung sein, mit Andern die Jugend zubringen; Eur. bei Stob. flor. 71, 7; Alciphr. 2, 3. – Auch = Folgdm, Philostr. v. soph. 2, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνενέαζε — σύν ἐνεάζω strike dumb pres imperat act 2nd sg σύν ἐνεάζω strike dumb imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) σύν νεάζω to be young imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυννεάζων — σύν νεάζω to be young pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννεάζω — ΜΑ 1. περνώ τα χρόνια τής νεότητας μου μαζί με άλλον (α. «τῷ νέῳ σοι βασιλεῑ συννεάζουσιν», Μιχ. Ακομ. β. «καὶ συννεάσαιμεν ἀλλήλοις καὶ συγγηράσαιμεν καὶ, νὴ τοὺς θεούς, συνθάνοιμεν», Αλκίφρ.) 2. παραμένω κι εγώ νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νεάζω …   Dictionary of Greek

  • εννεάζω — ἐννεάζω (AM) [νεάζω] περνώ τη νεότητα («ἐννεάσας τῇ προστασίᾳ τῶν τοῡ περιπάτου δογμάτων», Συν.) αρχ. (για ρόδο) ανθώ («ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι», Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεκνεάζω — Μ νεάζω μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκνεάζω «ξαναφυτρώνω, αποδίδω από τη νέα σοδειά τον σπόρο που δανείστηκα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”