συν-αντάω

συν-αντάω

συν-αντάω, ion. συναντέω, zusammentreffen, zusammenkommen; συναντήτην, Od. 16, 333, entgegenkommen, begegnen; Hes. Th. 877; Eur. Ion 787 u. öfter, u. sp. D., wie Rufin. 38 (V, 28), auch in Prosa, συναντᾶτε μετὰ τῶν ὅπλων εἰς Φωκίδα, Philip. 6 bei Dem. 48, 157, Pol. 1, 52, 6 u. öfter. – Gewöhnlicher als dep. med., συναντήσωνται αὐτῷ Il. 17, 184, u. in späterer Prosa häufig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συναντώ — συναντῶ, άω, ΝΜΑ, μέσ. και συναντιέμαι Ν 1. βρίσκω κάποιον σε ένα μέρος τυχαία ή και σκόπιμα, απαντώ, ανταμώνω (α. «τόν συνάντησα προχθές στον δρόμο» β. «Σοφοκλεῑ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα», Ίων Χ.) 2. έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι, προσκρούω σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”