- συν-αντλέω
συν-αντλέω, mit oder zugleich schöpfen, erdulden, ὃς κοινοὺς πόνους Δίῳ παιδὶ συναντλεῖ Eur. Ion 200, mühselig vollbringen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αντλέω, mit oder zugleich schöpfen, erdulden, ὃς κοινοὺς πόνους Δίῳ παιδὶ συναντλεῖ Eur. Ion 200, mühselig vollbringen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.