συν-απ-ερῶ

συν-απ-ερῶ

συν-απ-ερῶ, fut. zu συναπόφημι, συναπεῖπον, αὐτῷ ἵππῳ, mit dem Pferde müde werden, Ael. H. A. 14, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… …   Dictionary of Greek

  • συναπειρουμένου — σύν , ἀπό ἐρῶ verbum fut part mid masc/neut gen sg (attic epic doric ionic) σύν , ἀπό εἰρέω say pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric) σύν ἀπειρόω multiply to infinity pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπειρούμενα — σύν , ἀπό ἐρῶ verbum fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic) σύν , ἀπό εἰρέω say pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σύν ἀπειρόω multiply to infinity pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαπερῶν — σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc voc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act neut nom/voc/acc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σύν , διά , ἀπό ἐράω 2 pour forth pres part act masc voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερώ — (I) άω, Α 1. αγαπώ κι εγώ το ίδιο πρόσωπο με κάποιον άλλο 2. μέσ. συνερῶμαι, άομαι έχω αμοιβαία αγάπη, έχω αμοιβαίο έρωτα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρῶ (Ι) «αγαπώ»]. (II) άω, Α ανακατεύω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρῶ (ΙΙ) «χύνω έξω»].… …   Dictionary of Greek

  • είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”