- συν-απ-ευθύνω
συν-απ-ευθύνω, mit od. zugleich gerade machen, verbessern, Plut. def. orac. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απ-ευθύνω, mit od. zugleich gerade machen, verbessern, Plut. def. orac. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
συνυπεύθυνον — συνυπεύθῡνον , σύν , ὑπό εὐθύνω guide straight aor imperat act 2nd sg συνυπεύθῡνον , σύν , ὑπό εὐθύνω guide straight imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) συνυπεύθῡνον , σύν , ὑπό εὐθύνω guide straight imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνεύθυνε — ξυνεύθῡνε , σύν εὐθύνω guide straight pres imperat act 2nd sg ξυνεύθῡνε , σύν εὐθύνω guide straight aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ξυνεύθῡνε , σύν εὐθύνω guide straight imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)