- συν-απ-ερείδω
συν-απ-ερείδω, mit od. zugleich unterstützen; τῷ λόγῳ σφοδρῶς συναπερείσας ἐπὶ τὸν Καίσαρα τὴν ὑπόνοιαν, Plut. Cic. 21; s. συνεπερείδω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απ-ερείδω, mit od. zugleich unterstützen; τῷ λόγῳ σφοδρῶς συναπερείσας ἐπὶ τὸν Καίσαρα τὴν ὑπόνοιαν, Plut. Cic. 21; s. συνεπερείδω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνερείδω — Α 1. στηρίζω μαζί, συναρμόζω («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.) 2. δένω μαζί σφιχτά («χέρα δεσμοῑς διδύμοις συνερεισθέντες», Ευρ.) 3. είμαι δεμένος σφιχτά («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.) 4. (για στρατιώτες) είμαι τοποθετημένος σε πυκνή… … Dictionary of Greek