- συν-απ-εργάζομαι
συν-απ-εργάζομαι, dep. med., mit od. zugleich fertig machen, bereiten helfen; Plat. Tim. 38 e Rep. IV, 473 a; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απ-εργάζομαι, dep. med., mit od. zugleich fertig machen, bereiten helfen; Plat. Tim. 38 e Rep. IV, 473 a; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμπαλαμώμαι — άομαι, Α (αποθ.) συνεργώ σε μια επινόηση, σε ένα τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παλαμῶμαι «εργάζομαι με τα χέρια, μηχανεύομαι» (< παλάμη)] … Dictionary of Greek
συμφιλοπονώ — έω, Α φιλοπονώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλοπονῶ «εργάζομαι με προθυμία, είμαι φίλεργος»] … Dictionary of Greek
λοξοεργώ — λοξοεργῶ, έω (Μ) εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + εργῶ (< εργός < ἔργον), πρβλ. λιν εργώ, συν εργώ] … Dictionary of Greek
συνεξεργάζομαι — Α 1. καταστρέφω συγχρόνως 2. εργάζομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξεργάζομαι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
συνθητεύω — Μ εργάζομαι ως μισθωτός δούλος μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θητεύω «δουλεύω, υπηρετώ»] … Dictionary of Greek
συντεχνώμαι — άομαι, Α εργάζομαι μαζί με τους τεχνίτες ή τούς βοηθώ με τα σχέδια και τις συμβουλές μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεχνῶμαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» (< τέχνη)] … Dictionary of Greek