- συ-σχολαστής
συ-σχολαστής, ὁ, der mit Muße hat, bes. der Mitschüler, Strab. u. Plut.; s. Lob. Phryn. 401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σχολαστής, ὁ, der mit Muße hat, bes. der Mitschüler, Strab. u. Plut.; s. Lob. Phryn. 401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχολαστής — one who lives at ease masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαστής — οῡ, ὁ, Α [σχολάζω] 1. τεμπέλης 2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
σχολασταῖς — σχολαστής one who lives at ease masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολασταί — σχολαστής one who lives at ease masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαστήν — σχολαστής one who lives at ease masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαστάς — σχολαστά̱ς , σχολαστής one who lives at ease masc acc pl σχολαστά̱ς , σχολαστής one who lives at ease masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ՊԱՐԱՊՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 2 0629 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σχολαστής, σχολάζων vacans, otiosus, otio deditus. Անգործ. դատարկ. պարապ. ... *Դատարկ էք, պարապորդ էք. եւ *Եկեալ գտանէ պարապորդ. Մտթ. ՟Ծ՟Բ. 44: Սատանայ բերէ քեզ գործ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)