σχηματίζω — assume a certain form pres subj act 1st sg σχηματίζω assume a certain form pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίζω — σχηματίζω, σχημάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β … Dictionary of Greek
σχηματίζω — σχημάτισα, σχηματίστηκα, σχηματισμένος 1. έχω σχήμα, διαγράφω σχήμα: Σχημάτισε στον πίνακα έναν κύκλο. 2. δημιουργώ: Σχηματίστηκε μια καινούργια πλατεία με τη διάνοιξη του χώρου. – Σχημάτισε μεγάλη περιουσία. 3. «Σχηματίζω κρίση, γνώμη»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχηματίζεσθε — σχηματίζω assume a certain form pres imperat mp 2nd pl σχηματίζω assume a certain form pres ind mp 2nd pl σχηματίζω assume a certain form imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίζῃ — σχηματίζω assume a certain form pres subj mp 2nd sg σχηματίζω assume a certain form pres ind mp 2nd sg σχηματίζω assume a certain form pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίξει — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 3rd sg (epic doric) σχηματίζω assume a certain form fut ind mid 2nd sg σχηματίζω assume a certain form fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίσουσιν — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 3rd pl (epic) σχηματίζω assume a certain form fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σχηματίζω assume a certain form fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματίσω — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 1st sg σχηματίζω assume a certain form fut ind act 1st sg σχηματίζω assume a certain form aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχηματισμένα — σχηματίζω assume a certain form perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχηματισμένᾱ , σχηματίζω assume a certain form perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχηματισμένᾱ , σχηματίζω assume a certain form perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματιζομένων — σχηματίζω assume a certain form pres part mp fem gen pl σχηματίζω assume a certain form pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)