- συ-σχηματισμός
συ-σχηματισμός, ὁ, die Stellung der Gestirne gegen einander, ἀστέρων, S. Emp. adv. astrol. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σχηματισμός, ὁ, die Stellung der Gestirne gegen einander, ἀστέρων, S. Emp. adv. astrol. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχηματισμός — configuration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματισμός — ο, ΝΜΑ [σχηματίζω] 1. το να σχηματίζεται κάτι, να προσλαμβάνει σχήμα, να παίρνει ορισμένη μορφή, μορφοποίηση 2. στρ. η με ορισμένο τρόπο διάταξη τών ανδρών ενός τμήματος ή διαφόρων τμημάτων νεοελλ. 1. διαμόρφωση («σχηματισμός ιδέας») 2. οργάνωση … Dictionary of Greek
σχηματισμός — ο 1. διαμόρφωση, πρόσδοση ή πρόσληψη μορφής. 2. δημιουργία: Του ανατέθηκε ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης. 3. (γραμμ.), «σχηματισμός ονόματος ή ρήματος», η κλίση του. 4. ορισμένη διάταξη στρατιωτών. 5. ομάδα αεροπλάνων ή πλοίων σε ορισμένη διάταξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάπλαση — Σχηματισμός, διαμόρφωση ή τρόπος με τον οποίο είναι σχηματισμένο ένα σώμα· διαπαιδαγώγηση· η αποκατάσταση μέλους του σώματος που υπέστη κάταγμα. (Βιολ.) Φυτοκοινωνία που, παρά τις διαφορές των διαφόρων ειδών, παρουσιάζει όμοιους βιολογικούς… … Dictionary of Greek
θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… … Dictionary of Greek
παρθενοκαρπία — Σχηματισμός καρπών με κανονική εξέλιξη και ανάπτυξη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γονιμοποίηση για να προκαλέσει την ανάπτυξη των γειτονικών βοηθητικών ιστών της ωοθήκης και του ωαρίου. Η π. μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας στείρωσης της γύρης,… … Dictionary of Greek
κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… … Dictionary of Greek
σχηματισμοῖς — σχηματισμός configuration masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματισμοί — σχηματισμός configuration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματισμοῦ — σχηματισμός configuration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματισμούς — σχηματισμός configuration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)