- συ-σχολάζω
συ-σχολάζω, mit, zugleich Muße haben, sie genießen, worauf verwenden, Sp.; Jemandes Mitschüler sein, τινί, Luc. Iud. voc. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σχολάζω, mit, zugleich Muße haben, sie genießen, worauf verwenden, Sp.; Jemandes Mitschüler sein, τινί, Luc. Iud. voc. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχολάζω — to have leisure pres subj act 1st sg σχολάζω to have leisure pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek
σχολάζω — δεν εργάζομαι, έχω ελεύθερο χρόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολάζετε — σχολάζω to have leisure pres imperat act 2nd pl σχολάζω to have leisure pres ind act 2nd pl σχολάζω to have leisure imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολάζῃ — σχολάζω to have leisure pres subj mp 2nd sg σχολάζω to have leisure pres ind mp 2nd sg σχολάζω to have leisure pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολάσει — σχολάζω to have leisure aor subj act 3rd sg (epic) σχολάζω to have leisure fut ind mid 2nd sg σχολάζω to have leisure fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολάσω — σχολάζω to have leisure aor subj act 1st sg σχολάζω to have leisure fut ind act 1st sg σχολάζω to have leisure aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολάσῃ — σχολάζω to have leisure aor subj mid 2nd sg σχολάζω to have leisure aor subj act 3rd sg σχολάζω to have leisure fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολῶν — σχολάζω to have leisure fut part act masc voc sg σχολάζω to have leisure fut part act neut nom/voc/acc sg σχολάζω to have leisure fut part act masc nom sg (attic epic ionic) σχολή leisure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαζόντων — σχολάζω to have leisure pres part act masc/neut gen pl σχολάζω to have leisure pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολασάντων — σχολάζω to have leisure aor part act masc/neut gen pl σχολάζω to have leisure aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)