στέρφωσις, ἡ, das Bedecken mit Leder od. mit einem Felle, Valck. Callim. 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέρφωσις — και στρέφωσις, ώσεως, ἡ, Α [στερφώ] η ενέργεια τού στερφῶ*, κάλυψη με δορά, με δέρμα … Dictionary of Greek
στρέφωσις — ώσεως, ἡ, Α. βλ. στέρφωσις … Dictionary of Greek