στάθμησις

στάθμησις

στάθμησις, die Abwägung, Gloss.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στάθμησις — measuring fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμήσει — στάθμησις measuring fem nom/voc/acc dual (attic epic) σταθμήσεϊ , στάθμησις measuring fem dat sg (epic) στάθμησις measuring fem dat sg (attic ionic) σταθμάομαι measure by rule fut ind mp 2nd sg (attic ionic) σταθμάω measure by rule aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστάθμησις — καταστάθμησις, ἡ (Α) (σχετικά με αστρον. όργανο) η μέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στάθμησις «μέτρηση» (< σταθμῶ «μετρώ»)] …   Dictionary of Greek

  • στάθμηση — η / στάθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [σταθμῶ] υπολογισμός τού βάρους, ζύγισμα νεοελλ. 1. η εξασφάλιση τής κατακόρυφης ή τής οριζόντιας διεύθυνσης 2. μτφ. υπολογισμός, μέτρηση, αξιολόγηση 3. (στατιστ.) υπολογισμός τής βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • σταθμήσεως — σταθμήσεω̆ς , στάθμησις measuring fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”