στολισμός

στολισμός

στολισμός, , das Ausrüsten, die Kleidung, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στολισμός — equipping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… …   Dictionary of Greek

  • στολισμός — ο 1. διακόσμηση. 2. στολίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολισμοῖς — στολισμός equipping masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμοί — στολισμός equipping masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμοῦ — στολισμός equipping masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμούς — στολισμός equipping masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμέ — στολισμός equipping masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμῶν — στολισμός equipping masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμῷ — στολισμός equipping masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμόν — στολισμός equipping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”