στολιστής

στολιστής

στολιστής, , der Ausrüster, Bekleider, Plut. de Is. et Osir. 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στολιστής — chief usher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολιστής — ὁ, Α [στολίζω] ιερέας που στόλιζε τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγε τις ιερατικές ενδυμασίες και τα ιερά σκεύη, αλλ. ιεροτελεστής ή ιεραπόστολος …   Dictionary of Greek

  • στολισταί — στολιστής chief usher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολιστήν — στολιστής chief usher masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολιστά — στολιστά̱ , στολιστής chief usher masc nom/voc/acc dual στολιστής chief usher masc voc sg στολιστής chief usher masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιβιοστολιστής — ἰβιοστολιστής, ὁ (Α) ο κατασκευαστής σαβάνων για ίβεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, ιος + στολιστής] …   Dictionary of Greek

  • ιεροστολιστής — ἱεροστολιστής, ὁ (Α) ιερόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στολιστής < στολίζω] …   Dictionary of Greek

  • στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… …   Dictionary of Greek

  • στολιστεία — ἡ, Α [στολιστής] το αξίωμα τού στολιστού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”