στηθικός

στηθικός

στηθικός, von od. auf der Brust, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στηθικός — ή, ό / στηθικός, ή, όν, ΝΑ [στῆθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος νεοελλ. αυτός που έχει προσβληθεί από φυματίωση, φυματικός, χτικιασμένος …   Dictionary of Greek

  • στηθικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο στήθος. 2. αυτός που πάσχει από φυματίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηθικοῦ — στηθικός of the breast masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθειος — ον, Μ [στῆθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός …   Dictionary of Greek

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • στηθιαίος — α, ο / στηθιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός αρχ. 1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος 2. φρ. «στηθιαῑοι ἀνδριάντες» πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ραχ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”